- ξεχειλώνω
- [ξέχειλος]1. (για ενδύματα) χάνω τη φόρμα μου ανοίγοντας στις άκρες2. χαλαρώνω, ανοίγω κάτι ώστε να χάσει τη φόρμα του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεχειλώνω — ξεχειλώνω, ξεχείλωσα, ξεχειλωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεχειλώνω — ξεχείλωσα, ξεχειλώθηκα, ξεχειλωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να χαλαρώσει: Τράβα, τράβα το ξεχείλωσες το ρούχο σου. 2. αμτβ., διανοίγομαι στις άκρες, ώστε να χάσω τη φόρμα μου: Ξεχείλωσε το πουλόβερ σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχείλωμα — το [ξεχειλώνω] το αποτέλεσμα τού ξεχειλώνω, το χαλάρωμα … Dictionary of Greek
αποχάσκω — 1. χάσκω, είμαι αποχαυνωμένος 2. (για ρούχα) ξεχειλώνω 3. (για τοίχους, οικοδομές κ.λπ.) έχω ρωγμή, παρουσιάζω σχισμές ή χάσματα … Dictionary of Greek
ξεχείλωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεχειλώνω (βλ. λ.), το χαλάρωμα, το λασκάρισμα: Το ξεχείλωμα των παπουτσιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)